- ξεκλήρισμα
- και ξακλήρισμα, το [ξεκληρίζω]1. έλλειψη οικογένειας, ακληρία2. αφανισμός τής γενιάς κάποιου, γενοκτονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεκλήρισμα — το, ατος αφανισμός γενιάς, χαμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκλήρι — το 1. ακληρία 2. ξεκλήρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από ξεκληρίζω (πρβλ. νειδίζω: νείδι)] … Dictionary of Greek
ξεκουρβούλωμα — και ξεκουρμούλωμα, το [ξεκουρβουλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκουρβουλώνω, το ξερίζωμα τών κορμών τών κλημάτων 2. θεραπεία κάποιου από αγκύλωση 3. αφανισμός τής γενιάς, ξεκλήρισμα … Dictionary of Greek
ξεπάτωμα — το [ξεπατώνω] 1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου 2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα 3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση … Dictionary of Greek
ξερίζωμα — το [ξεριζώνω] 1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση 2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα 3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός… … Dictionary of Greek
ξεπάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση του πάτου ή του πατώματος. 2. μτφ., ταλαιπωρία, βάσανο. 3. καταστροφή, ξεκλήρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)